αστιγματικός

αστιγματικός
-ή, -ό
1. αυτός που πάσχει από αστιγματισμό (βλ. λ.).
2. αυτός που διορθώνει τον αστιγματισμό: Φορούσε αστιγματικούς φακούς, επειδή έπασχε από αστιγματισμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αστιγματικός — ή, ό 1. αυτός που πάσχει από αστιγματισμό 2. όποιος έχει την ιδιότητα του αστιγματικού 3. εκείνος που διορθώνει τον αστιγματισμό («αστιγματικοί φακοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α στερ. + στίγμα ( τος) + (κατάλ.) ικος* πρβλ. αγγλ. astigmatic(al) …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”